Ακόμα και μέχρι σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω πως συνέβη. Ποτέ μου δεν βρέθηκα σε τέτοια κατάσταση διανοητικής σύγχισης. Όλα άρχισαν κατά την διάρκεια της τελευταίας μέρας των εργασιών της Ετήσιας Συνέλευσης των Οπαδών της Κλασσικής Λογοτεχνίας της Μόσχας. Στη συνάντηση υπήρχε ένας ξένος, ο οποίος, αφού μου αυτοσυστήθηκε , μου ζήτησε να επισκεφθώ το σχολείο του.
"Ανησυχώ για τα παιδιά μου", μου είπε. "Τεχνολογία, Μαθηματικά και Φυσική έχουν απορροφήσει όλα τα ενδιαφέροντά τους. Ήθελα να τους κάνω μια ένεση Κλασσικής Παιδείας."
Δέχτηκα την πρόσκλησή του και δεν το μετάνοιωσα αργότερα. Τα δεκαεξάχρονα παιδιά με υποδέχθηκαν θερμά. Μετά όμως από το πρώτο μάθημα ένας μαθητής μου πέταξε μια ερώτηση καρφί:
"Σας έστειλαν για να μας θεραπεύσετε από το τεχνικό μας απόστημα;"
"Όχι", απάντησα." Αλλά μήπως βρήκατε κανένα ενδιαφέρον σ’ όλα αυτά που σας είπα;"
"Καθόλου άσχημα πράγματα", είπε κάποιος άλλος πλάι του." Μέχρι στιγμής τουλάχιστον".
Συνέχισα να τους κάνω μάθημα μια φορά την εβδομάδα. Εντυπωσιάσθηκα από το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον τους και την προσοχή τους. Με εξέπλητταν κάθε φορά με την φρεσκάδα της αντίληψής τους και την όντως αξιοθαύμαστη μνήμη τους. Όλοι έκαναν πολύ αξιόλογες ερωτήσεις, εκτός από έναν.
Ήταν ο ψηλότερος και πιθανόν ο δυνατότερος απ’ όλους. Τού 'κανα μια ερώτηση κάποτε και απάντησε λακωνικά και περιεκτικά, όπως οι αρχαίοι Σπαρτιάτες. Ο εν λόγω νεαρός, ο οποίος έφερε το καθαρά Αρχαιο - Ελληνικό όνομα Αρτέμιος, ανακάλυψα μια μέρα, ότι ήξερε Αρχαία Ελληνικά. Μου απάντησε ότι είχε διαβάσει απλώς την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και την είχε αποστηθίσει, στο πρωτότυπο φυσικά. Τού 'κανα μερικές ερωτήσεις. Διαλέγοντας λέξεις χωρίς δυσκολία, ο Αρτέμιος μου απάντησε στην γλώσσα του Ομήρου. Η προφορά του δεν ήταν βέβαια τέλεια , αλλά αυτό διορθωνόταν.
Πριν από δέκα μέρες ο Αρτέμιος και εγώ είχαμε κάποια διαφωνία. Διαβάζαμε εκείνο το σημείο στην "Αιθιοπίδα", όπου ο Αχιλλέας, αφού τραυμάτισε θανάσιμα την Πενθεσίλεια, την βασίλισσα των Αμαζόνων, μόλις της αφαίρεσε το κράνος, ερωτεύθηκε το πτώμα της.
"Λένε ότι ο Αρκτίνος ο Μιλήσιος, που έγραψε αυτό το έπος, ήταν μαθητής του Ομήρου", παρατήρησα.
"Δεν αμφιβάλλω", είπε ο Αρτέμιος. "Τρομερή σκηνή! "
"Συντριπτική! ", είπε κάποιος άλλος.
"Αλήθεια, φίλοι", είπα και γύρισα προς όλο το ακροατήριο," δεν μπορείτε να βρείτε κάποια έκφραση που να ηχεί καλύτερα από το συντριπτική;"
"Το αίσθημα δεν υπαγορεύει πάντα ευφωνικές εκφράσεις. Εσύ το ξέρεις καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον", μ’ έκοψε ο Αρτέμιος. "Ο Αχιλλέας απευθύνει βαρύτατες εκφράσεις στον Αγαμέμνονα: Μεθύστακα!, Σκύλας Γιέ!, αλλά ο συντηρητικός μεταφραστής μεταφράζει Άνθρωπε, το μυαλό σου έχει διαβρωθεί από το πιοτό και μοιάζεις με Σκύλο. Γι’ αυτό ο Όμηρος είναι πολύ μεγάλος. Μέγας καλλιτέχνης, μέγας ποιητής."
"Ίσως να έχεις δίκιο", απάντησα," αλλά το πρόβλημα είναι ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε ποτέ…"
"Δεν μπορεί να εννοείς κάτι τέτοιο", ξεσηκώθηκε όλη η τάξη.
"Δυστυχώς, παιδιά. Υπήρξε ένας συλλεκτικός δημιουργός. Εκατοντάδες βάρδοι, που συγκέντρωσαν και κατέγραψαν όλους αυτούς τους μύθους".
"Είσαι απόλυτα βέβαιος;" με ρώτησε ο Αρτέμιος.
"Απόλυτα. Τον δέκατο έβδομο αιώνα ο Αββάς του Ωβινιάκ εξέφρασε αμφιβολίες για την ύπαρξη του Ομήρου, επιδεικνύοντας ένα σημαντικό πλήθος αντιφάσεων. Η έρευνα που ακολούθησε από τους Βόλφ, Γκρότε και Χέρμαν, επιβεβαίωσε πλήρως την άποψη του Αββά του Ωβινιάκ. Επίσης η άποψη του Αρίσταρχου ότι ο ΄Ομηρος έγραψε την Ιλιάδα στα νιάτα του και την Οδύσσεια στα γεράματά του, συνηγορεί στην παραπάνω άποψη."
"Αλλά οι Αρχαίοι Έλληνες πράγματι πίστευαν ότι υπήρξε ο Όμηρος", επέμεινε ο Αρτέμιος.
"Οι Αρχαίοι δεν ήξεραν την Αναλυτική Μέθοδο, που αναπτύχθηκε στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα."
"Σε μια τέτοια ερώτηση πρέπει κανείς να χρησιμοποιήσει ολοκληρωτικό λογισμό", είπε κάποιος μαθητής.
"Τι εννοείτε; Μαθηματικοί όροι και μέθοδοι σε μάθημα Ανθρωπιστικών Σπουδών;"
"Μη θυμώνεις", μου είπε ο Αρτέμιος. "Απλά, είναι δύσκολο σε μένα και τους συμμαθητές μου να πιστέψουμε ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε ποτέ."
"Ξέρετε παιδιά", τους είπα, "ότι επτά πόλεις μάλωναν για το ποιά απ’ όλες ήταν η γενέτειρα του Ομήρου; Άλλοι πίστευαν ότι ο Όμηρος ήταν γιός του Απόλλωνα και της Μούσας Καλλιόπης. Έλεγαν ότι πατρίδα του ήταν η Χίος, η Λυδία, η Κύπρος, η Θεσσαλία, η Λούκα, η Ρόδος και η Ρώμη. Υπήρχε κι ένας απόγονος του ίδιου του Οδυσσέα, γιος του Τηλέμαχου και της Πολυκάστης, της κόρης του Νέστορα, που είχε την ίδια γνώμη."
"Καυτό πράγμα!", είπε ο Αρτέμιος. "Αυτό πρέπει να ελεγχθεί. Δεν είναι τυχαίο που ο Οδυσσέας καταλαμβάνει τόσο σημαντικό ρόλο τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια. Γιατί ο Οδυσσέας είναι ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας; Και γιατί το όνομα του Οδυσσέα στην Ιλιάδα αναφέρεται μόνο εκεί που πάει με τον Διομήδη και σκοτώνει τον Τρώα κατάσκοπο Δόλωνα;"
"Ο Αρχαιολόγος Σλήμαν, που ανακάλυψε τα ερείπια της Τροίας, δεν είχε καμιά αμφιβολία για την ύπαρξη του Οδυσσέα, σαν ιστορικό πρόσωπο. Στο νησί της Ιθάκης, ο Σλήμαν ανακάλυψε, ανάμεσα στα άλλα ερείπια, τα υπολείμματα του κορμού μιας πανάρχαιας ελιάς περιτριγυρισμένα από πέτρινους τοίχους. Ο Οδυσσέας είχε φτιάξει εκεί ένα κρεβάτι - κρυψώνα, κάτι που το ήξερε μόνο ο ίδιος, ο Τηλέμαχος και η Πηνελόπη."
"Όλα αυτά πρέπει να ελεγχθούν", είπε ο Αρτέμιος.
"Δουλειά μου ήταν να σας φέρω απλώς σε επαφή με τους Αρχαίους", είπα, "όχι να σας κάνω να αλλάξετε κατεύθυνση στις σπουδές σας."
"Όλα είναι έτοιμα", είπε ο Αρτέμιος. Ξέρεις, εδώ και αρκετό καιρό φτιάχναμε μια Χρονο - Μηχανή. Σήμερα πέρασε με άριστα τίς τελευταίες δοκιμές. Είναι έτοιμη για να ελέγξουμε αν πράγματι υπήρξε ο Όμηρος."
Πήγα μαζί του στο εργαστήριο. Η εν λόγω μηχανή έμοιαζε με ηλεκτρικό αυτοκίνητο. Κάθησα στο μεταλλικό κάθισμα και ο Αρτέμιος πλάι μου. Σας ορκίζομαι, ότι τίποτε απ’ αυτά δεν είχα πάρει τότε στα σοβαρά. Νόμιζα ότι ο Αρτέμιος ήθελε να μου κάνει πλάκα, κάποια μικρή φάρσα. Έτσι έμεινα με το στόμα ανοικτό, όταν ο Αρτέμιος ανέβασε ένα διακόπτη. Οι τοίχοι του Εργαστηρίου έσβησαν, ο ήλιος αναβόσβησε λίγο και μετά χάθηκε. Η μηχανή μας εκινείτο σ’ ένα πέτρινο δρόμο. Ήταν μεσημέρι.
"Πού νά ’μαστε άραγε;" ρώτησα.
"Σε λίγο θα μάθουμε", απάντησε ο Αρτέμιος. Βγήκε γρήγορα από τη χρονο - μηχανή και πλησίασε έναν βοσκό. Τους άκουσα να μιλούν. Όταν γύρισε μου είπε ότι βρισκόμασταν κάπου στον Όλυμπο. "Ο βοσκός μου είπε ότι ο Όμηρος πέθανε. Τον ήξεραν καλά εδώ."
"Σε ποιο αιώνα είμαστε;"
"Γύρω στα 1200 π.Χ."
Ξαναφύγαμε. Μετά από μερικές παρόμοιες χρονο - στάσεις, σταματήσαμε σ’ ένα ξέφωτο. Ξαφνικά ένας καβαλάρης εμφανίσθηκε. Ο Αρτέμιος σήκωσε το χέρι του και τον χαιρέτησε στα Αιολικά : "Χαίρε, πολεμιστά!"
"Χαίρε και συ, νεαρέ πολεμιστά, και σεις έντιμε κύριε", απάντησε εκείνος, αφιππεύοντας.
"Ψάχνουμε τον Όμηρο", είπε ο Αρτέμιος. "Μήπως τον είδες καθόλου σήμερα;"
"Τι είναι αυτός; Βασιλιάς; Χοιροβοσκός;"
"Όχι, βάρδος."
"Βάρδος; Α, μιλάς για κείνον τον φτωχό γέρο; Χθές μας τραγούδησε στην κεντρική πλατεία αλλά φοβάμαι ότι δεν κονόμησε πολλά πράγματα. Μας έλεγε για την Τροία, ο δύστυχος ζητιάνος. Κατευθύνθηκε για τη θάλασσα, άκουσα."
Πήγαμε εκεί και μεις. Πάνω σ’ έναν βράχο στην άκρη ενός γκρεμού στεκόταν ένας γέρος. Πλησιάσαμε.
"Είναι ο Όμηρος!" μου είπε ο Αρτέμιος. "Κοιτάει απέναντι στην Ιθάκη".
Όταν ο Αρτέμιος τον χαιρέτισε, γύρισε να μας δει. Ναι, ο θρύλος ήταν αληθινός. Ο Όμηρος ήταν τυφλός. Μόνο που δεν ήταν απλά τυφλός. Τον είχαν τυφλώσει.
"Όμηρε", είπα, "οι άνθρωποι από το μέλλον μιλούν για σένα. Καταλαβαίνεις; Μας χωρίζουν τόσοι πολλοί αιώνες! Τριαντατρείς συνολικά!"
"Είστε Θεοί;" ρώτησε απλά ο γεράκος.
"Όχι, βέβαια. Είμαστε θνητοί που ήρθαμε από το μακρινό μέλλον. Σε θυμούνται και σε τιμούν Όμηρε, σαν μεγάλο ποιητή. Τα ποιήματά σου έχουν γραφεί, και η Ιλιάδα και η Οδύσσεια."
"Τι εννοείτε γραφεί; Δεν καταλαβαίνω".
"Με σημάδια πάνω σε λεπτά, άσπρα φύλλα."
"Οι Φοίνικες το κάνουν αυτό. Κάτι άκουσα."
"Αλλά ξέρεις κάτι Όμηρε; Πολλοί άνθρωποι αμφιβάλλουν στις μέρες μας αν υπήρξες ποτέ."
"Οι Θεοί δεν αμφιβάλλουν ποτέ. Άρα εσείς είστε σίγουρα θνητοί." Πήρε μια πέτρα από κάτω.
"Ξέρεις, Όμηρε, υπάρχουν μερικές αντιφάσεις στα ποιήματά σου."
"Με δουλεύετε, ξένοι;"απάντησε ο Όμηρος και σήκωσε την πέτρα να μας χτυπήσει. "Δεν σέβεστε ένα γέρο άνθρωπο;"
Του πήρα την πέτρα από το χέρι. "Κάθε άλλο, Όμηρε. Σε σεβόμαστε απόλυτα, πίστεψέ μας. Απάντησέ μας όμως. Μιλάς στην Οδύσσεια για σιδερένια όπλα. Τότε όμως τα σιδερένια όπλα ήταν άγνωστα, έτσι δεν είναι;"
"Η τεχνική ίσως. Οι έμποροι όμως μας τα προμήθευαν."
"Από πότε έχεις να φας τίποτε, Όμηρε;"
"Εδώ και τρεις μέρες δεν έφαγα τίποτε. Εδώ οι κάτοικοι έστειλαν δώδεκα πλοία τότε στην Τροία. Κανένα δεν επέστρεψε. Τους θύμισα οικείες πληγές. Δεν μού 'δωσαν να φάω τίποτε."
"Είναι αλήθεια, Όμηρε, ότι πολέμησες και συ με τους Αχαιούς στην Τροία;"
"Ναι", απάντησε. "Με ποιόν ήρωα με συγκρίνουν;"
"Με κανένα. Λένε ότι πρέπει νά 'σουν ένας απλός στρατιώτης, ο οποίος μετά τραγούδησε ό,τι είδε."
Ο Αρτέμιος τού 'δωσε να φάει. "Φάε Όμηρε. Είναι ψωμί και τυρί."
"Εκείνος δοκίμασε λίγο απ’ τα δύο. Μετά τα τύλιξε σ’ ένα πανί."
"Το ψωμί είναι αφράτο σαν αέρας και το τυρί πολύ εύγευστο. Σας πιστεύω, ξένοι, που λέτε ότι δεν με δουλεύετε. Ρωτείστε και θα σας τα πω όλα."
"Ξέρουμε ότι ο Οδυσσέας σκότωσε τους μνηστήρες της γυναίκας του, της Πηνελόπης. Τι έγινε μετά;"
"Ο Ευπείθης ξεσήκωσε τους Κεφαλλήνιους εναντίον του. Επτά πλοία πολιόρκησαν την Ιθάκη. Ο αγώνας ήταν άνισος. Λένε ότι από τους πρώτους σκοτώθηκε ο Τηλέμαχος και ο βοσκός Εύμαιος. Αφόπλισαν τον Οδυσσέα. Μερικοί φώναξαν Θάνατος. Άλλοι θυμήθηκαν ότι δικαιωματικά είχε κερδίσει το κράνος και την πανοπλία του Αχιλλέα στην Τροία. Τελικά συμφώνησαν να τον τυφλώσουν. Μετά τον έβαλαν σε μια βάρκα, και τον έριξαν στη θάλασσα, σαν θυσία στον Ποσειδώνα, τον γιό του οποίου, τον Πολύφημο, είχε τυφλώσει ο Οδυσσέας."
"Και μετά;"
"Τα κύματα τον ξανάφεραν μετά τρεις μέρες πίσω. Κανένας δεν αναγνώρισε τον ήρωα σ’ αυτόν τον τυφλό γέρο ζητιάνο. Άρχισε να περιπλανάται στην Ελλάδα. Μια μέρα στην Αθήνα, ο Οδυσσέας άκουσε να λένε για τον εαυτό του, ότι η Τροία δεν θάπεφτε ποτέ, χωρίς την πανουργία του Οδυσσέα και τον Δούρειο Ίππο. Τους πλησίασε και εκείνοι τον αναγνώρισαν. Ήταν οι παλιοί συμπολεμιστές του στην Τροία. Τότε ο Οδυσσέας πήρε μια λύρα και άρχισε να απαγγέλλει για την οργή του Αχιλλέα, που τόση δυστυχία και απώλειες έφερε στους Αχαιούς. Τελικά ξαναγύρισε στην Κεφαλονιά. Βλέπεις απέναντι είναι η Ιθάκη."
"Απ’ ό,τι μας λέει, Αρτέμιε", είπα, "ο Οδυσσέας και ο Όμηρος ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο."
Ο Αρτέμιος γύρισε ένα μοχλό, πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, πριν τυφλωθεί ο Όμηρος – Οδυσσέας. Μετά πήγε να τον συναντήσει. Τότε άκουσα την κραυγή του γέρου.
"Ω Θεοί του Ολύμπου, ω Δία, πατέρα. Σ’ ευχαριστώ που μου ξανάφερες το γιο μου, τον Τηλέμαχο!"
Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω τί έγινε.
Υπό a. poleshschuk (1968) σε μετάφραση Γιώργου Μάντη
Πηγή
"Ανησυχώ για τα παιδιά μου", μου είπε. "Τεχνολογία, Μαθηματικά και Φυσική έχουν απορροφήσει όλα τα ενδιαφέροντά τους. Ήθελα να τους κάνω μια ένεση Κλασσικής Παιδείας."
Δέχτηκα την πρόσκλησή του και δεν το μετάνοιωσα αργότερα. Τα δεκαεξάχρονα παιδιά με υποδέχθηκαν θερμά. Μετά όμως από το πρώτο μάθημα ένας μαθητής μου πέταξε μια ερώτηση καρφί:
"Σας έστειλαν για να μας θεραπεύσετε από το τεχνικό μας απόστημα;"
"Όχι", απάντησα." Αλλά μήπως βρήκατε κανένα ενδιαφέρον σ’ όλα αυτά που σας είπα;"
"Καθόλου άσχημα πράγματα", είπε κάποιος άλλος πλάι του." Μέχρι στιγμής τουλάχιστον".
Συνέχισα να τους κάνω μάθημα μια φορά την εβδομάδα. Εντυπωσιάσθηκα από το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον τους και την προσοχή τους. Με εξέπλητταν κάθε φορά με την φρεσκάδα της αντίληψής τους και την όντως αξιοθαύμαστη μνήμη τους. Όλοι έκαναν πολύ αξιόλογες ερωτήσεις, εκτός από έναν.
Ήταν ο ψηλότερος και πιθανόν ο δυνατότερος απ’ όλους. Τού 'κανα μια ερώτηση κάποτε και απάντησε λακωνικά και περιεκτικά, όπως οι αρχαίοι Σπαρτιάτες. Ο εν λόγω νεαρός, ο οποίος έφερε το καθαρά Αρχαιο - Ελληνικό όνομα Αρτέμιος, ανακάλυψα μια μέρα, ότι ήξερε Αρχαία Ελληνικά. Μου απάντησε ότι είχε διαβάσει απλώς την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και την είχε αποστηθίσει, στο πρωτότυπο φυσικά. Τού 'κανα μερικές ερωτήσεις. Διαλέγοντας λέξεις χωρίς δυσκολία, ο Αρτέμιος μου απάντησε στην γλώσσα του Ομήρου. Η προφορά του δεν ήταν βέβαια τέλεια , αλλά αυτό διορθωνόταν.
Πριν από δέκα μέρες ο Αρτέμιος και εγώ είχαμε κάποια διαφωνία. Διαβάζαμε εκείνο το σημείο στην "Αιθιοπίδα", όπου ο Αχιλλέας, αφού τραυμάτισε θανάσιμα την Πενθεσίλεια, την βασίλισσα των Αμαζόνων, μόλις της αφαίρεσε το κράνος, ερωτεύθηκε το πτώμα της.
"Λένε ότι ο Αρκτίνος ο Μιλήσιος, που έγραψε αυτό το έπος, ήταν μαθητής του Ομήρου", παρατήρησα.
"Δεν αμφιβάλλω", είπε ο Αρτέμιος. "Τρομερή σκηνή! "
"Συντριπτική! ", είπε κάποιος άλλος.
"Αλήθεια, φίλοι", είπα και γύρισα προς όλο το ακροατήριο," δεν μπορείτε να βρείτε κάποια έκφραση που να ηχεί καλύτερα από το συντριπτική;"
"Το αίσθημα δεν υπαγορεύει πάντα ευφωνικές εκφράσεις. Εσύ το ξέρεις καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον", μ’ έκοψε ο Αρτέμιος. "Ο Αχιλλέας απευθύνει βαρύτατες εκφράσεις στον Αγαμέμνονα: Μεθύστακα!, Σκύλας Γιέ!, αλλά ο συντηρητικός μεταφραστής μεταφράζει Άνθρωπε, το μυαλό σου έχει διαβρωθεί από το πιοτό και μοιάζεις με Σκύλο. Γι’ αυτό ο Όμηρος είναι πολύ μεγάλος. Μέγας καλλιτέχνης, μέγας ποιητής."
"Ίσως να έχεις δίκιο", απάντησα," αλλά το πρόβλημα είναι ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε ποτέ…"
"Δεν μπορεί να εννοείς κάτι τέτοιο", ξεσηκώθηκε όλη η τάξη.
"Δυστυχώς, παιδιά. Υπήρξε ένας συλλεκτικός δημιουργός. Εκατοντάδες βάρδοι, που συγκέντρωσαν και κατέγραψαν όλους αυτούς τους μύθους".
"Είσαι απόλυτα βέβαιος;" με ρώτησε ο Αρτέμιος.
"Απόλυτα. Τον δέκατο έβδομο αιώνα ο Αββάς του Ωβινιάκ εξέφρασε αμφιβολίες για την ύπαρξη του Ομήρου, επιδεικνύοντας ένα σημαντικό πλήθος αντιφάσεων. Η έρευνα που ακολούθησε από τους Βόλφ, Γκρότε και Χέρμαν, επιβεβαίωσε πλήρως την άποψη του Αββά του Ωβινιάκ. Επίσης η άποψη του Αρίσταρχου ότι ο ΄Ομηρος έγραψε την Ιλιάδα στα νιάτα του και την Οδύσσεια στα γεράματά του, συνηγορεί στην παραπάνω άποψη."
"Αλλά οι Αρχαίοι Έλληνες πράγματι πίστευαν ότι υπήρξε ο Όμηρος", επέμεινε ο Αρτέμιος.
"Οι Αρχαίοι δεν ήξεραν την Αναλυτική Μέθοδο, που αναπτύχθηκε στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα."
"Σε μια τέτοια ερώτηση πρέπει κανείς να χρησιμοποιήσει ολοκληρωτικό λογισμό", είπε κάποιος μαθητής.
"Τι εννοείτε; Μαθηματικοί όροι και μέθοδοι σε μάθημα Ανθρωπιστικών Σπουδών;"
"Μη θυμώνεις", μου είπε ο Αρτέμιος. "Απλά, είναι δύσκολο σε μένα και τους συμμαθητές μου να πιστέψουμε ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε ποτέ."
"Ξέρετε παιδιά", τους είπα, "ότι επτά πόλεις μάλωναν για το ποιά απ’ όλες ήταν η γενέτειρα του Ομήρου; Άλλοι πίστευαν ότι ο Όμηρος ήταν γιός του Απόλλωνα και της Μούσας Καλλιόπης. Έλεγαν ότι πατρίδα του ήταν η Χίος, η Λυδία, η Κύπρος, η Θεσσαλία, η Λούκα, η Ρόδος και η Ρώμη. Υπήρχε κι ένας απόγονος του ίδιου του Οδυσσέα, γιος του Τηλέμαχου και της Πολυκάστης, της κόρης του Νέστορα, που είχε την ίδια γνώμη."
"Καυτό πράγμα!", είπε ο Αρτέμιος. "Αυτό πρέπει να ελεγχθεί. Δεν είναι τυχαίο που ο Οδυσσέας καταλαμβάνει τόσο σημαντικό ρόλο τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια. Γιατί ο Οδυσσέας είναι ο πρωταγωνιστής της Οδύσσειας; Και γιατί το όνομα του Οδυσσέα στην Ιλιάδα αναφέρεται μόνο εκεί που πάει με τον Διομήδη και σκοτώνει τον Τρώα κατάσκοπο Δόλωνα;"
"Ο Αρχαιολόγος Σλήμαν, που ανακάλυψε τα ερείπια της Τροίας, δεν είχε καμιά αμφιβολία για την ύπαρξη του Οδυσσέα, σαν ιστορικό πρόσωπο. Στο νησί της Ιθάκης, ο Σλήμαν ανακάλυψε, ανάμεσα στα άλλα ερείπια, τα υπολείμματα του κορμού μιας πανάρχαιας ελιάς περιτριγυρισμένα από πέτρινους τοίχους. Ο Οδυσσέας είχε φτιάξει εκεί ένα κρεβάτι - κρυψώνα, κάτι που το ήξερε μόνο ο ίδιος, ο Τηλέμαχος και η Πηνελόπη."
"Όλα αυτά πρέπει να ελεγχθούν", είπε ο Αρτέμιος.
"Δουλειά μου ήταν να σας φέρω απλώς σε επαφή με τους Αρχαίους", είπα, "όχι να σας κάνω να αλλάξετε κατεύθυνση στις σπουδές σας."
"Όλα είναι έτοιμα", είπε ο Αρτέμιος. Ξέρεις, εδώ και αρκετό καιρό φτιάχναμε μια Χρονο - Μηχανή. Σήμερα πέρασε με άριστα τίς τελευταίες δοκιμές. Είναι έτοιμη για να ελέγξουμε αν πράγματι υπήρξε ο Όμηρος."
Πήγα μαζί του στο εργαστήριο. Η εν λόγω μηχανή έμοιαζε με ηλεκτρικό αυτοκίνητο. Κάθησα στο μεταλλικό κάθισμα και ο Αρτέμιος πλάι μου. Σας ορκίζομαι, ότι τίποτε απ’ αυτά δεν είχα πάρει τότε στα σοβαρά. Νόμιζα ότι ο Αρτέμιος ήθελε να μου κάνει πλάκα, κάποια μικρή φάρσα. Έτσι έμεινα με το στόμα ανοικτό, όταν ο Αρτέμιος ανέβασε ένα διακόπτη. Οι τοίχοι του Εργαστηρίου έσβησαν, ο ήλιος αναβόσβησε λίγο και μετά χάθηκε. Η μηχανή μας εκινείτο σ’ ένα πέτρινο δρόμο. Ήταν μεσημέρι.
"Πού νά ’μαστε άραγε;" ρώτησα.
"Σε λίγο θα μάθουμε", απάντησε ο Αρτέμιος. Βγήκε γρήγορα από τη χρονο - μηχανή και πλησίασε έναν βοσκό. Τους άκουσα να μιλούν. Όταν γύρισε μου είπε ότι βρισκόμασταν κάπου στον Όλυμπο. "Ο βοσκός μου είπε ότι ο Όμηρος πέθανε. Τον ήξεραν καλά εδώ."
"Σε ποιο αιώνα είμαστε;"
"Γύρω στα 1200 π.Χ."
Ξαναφύγαμε. Μετά από μερικές παρόμοιες χρονο - στάσεις, σταματήσαμε σ’ ένα ξέφωτο. Ξαφνικά ένας καβαλάρης εμφανίσθηκε. Ο Αρτέμιος σήκωσε το χέρι του και τον χαιρέτησε στα Αιολικά : "Χαίρε, πολεμιστά!"
"Χαίρε και συ, νεαρέ πολεμιστά, και σεις έντιμε κύριε", απάντησε εκείνος, αφιππεύοντας.
"Ψάχνουμε τον Όμηρο", είπε ο Αρτέμιος. "Μήπως τον είδες καθόλου σήμερα;"
"Τι είναι αυτός; Βασιλιάς; Χοιροβοσκός;"
"Όχι, βάρδος."
"Βάρδος; Α, μιλάς για κείνον τον φτωχό γέρο; Χθές μας τραγούδησε στην κεντρική πλατεία αλλά φοβάμαι ότι δεν κονόμησε πολλά πράγματα. Μας έλεγε για την Τροία, ο δύστυχος ζητιάνος. Κατευθύνθηκε για τη θάλασσα, άκουσα."
Πήγαμε εκεί και μεις. Πάνω σ’ έναν βράχο στην άκρη ενός γκρεμού στεκόταν ένας γέρος. Πλησιάσαμε.
"Είναι ο Όμηρος!" μου είπε ο Αρτέμιος. "Κοιτάει απέναντι στην Ιθάκη".
Όταν ο Αρτέμιος τον χαιρέτισε, γύρισε να μας δει. Ναι, ο θρύλος ήταν αληθινός. Ο Όμηρος ήταν τυφλός. Μόνο που δεν ήταν απλά τυφλός. Τον είχαν τυφλώσει.
"Όμηρε", είπα, "οι άνθρωποι από το μέλλον μιλούν για σένα. Καταλαβαίνεις; Μας χωρίζουν τόσοι πολλοί αιώνες! Τριαντατρείς συνολικά!"
"Είστε Θεοί;" ρώτησε απλά ο γεράκος.
"Όχι, βέβαια. Είμαστε θνητοί που ήρθαμε από το μακρινό μέλλον. Σε θυμούνται και σε τιμούν Όμηρε, σαν μεγάλο ποιητή. Τα ποιήματά σου έχουν γραφεί, και η Ιλιάδα και η Οδύσσεια."
"Τι εννοείτε γραφεί; Δεν καταλαβαίνω".
"Με σημάδια πάνω σε λεπτά, άσπρα φύλλα."
"Οι Φοίνικες το κάνουν αυτό. Κάτι άκουσα."
"Αλλά ξέρεις κάτι Όμηρε; Πολλοί άνθρωποι αμφιβάλλουν στις μέρες μας αν υπήρξες ποτέ."
"Οι Θεοί δεν αμφιβάλλουν ποτέ. Άρα εσείς είστε σίγουρα θνητοί." Πήρε μια πέτρα από κάτω.
"Ξέρεις, Όμηρε, υπάρχουν μερικές αντιφάσεις στα ποιήματά σου."
"Με δουλεύετε, ξένοι;"απάντησε ο Όμηρος και σήκωσε την πέτρα να μας χτυπήσει. "Δεν σέβεστε ένα γέρο άνθρωπο;"
Του πήρα την πέτρα από το χέρι. "Κάθε άλλο, Όμηρε. Σε σεβόμαστε απόλυτα, πίστεψέ μας. Απάντησέ μας όμως. Μιλάς στην Οδύσσεια για σιδερένια όπλα. Τότε όμως τα σιδερένια όπλα ήταν άγνωστα, έτσι δεν είναι;"
"Η τεχνική ίσως. Οι έμποροι όμως μας τα προμήθευαν."
"Από πότε έχεις να φας τίποτε, Όμηρε;"
"Εδώ και τρεις μέρες δεν έφαγα τίποτε. Εδώ οι κάτοικοι έστειλαν δώδεκα πλοία τότε στην Τροία. Κανένα δεν επέστρεψε. Τους θύμισα οικείες πληγές. Δεν μού 'δωσαν να φάω τίποτε."
"Είναι αλήθεια, Όμηρε, ότι πολέμησες και συ με τους Αχαιούς στην Τροία;"
"Ναι", απάντησε. "Με ποιόν ήρωα με συγκρίνουν;"
"Με κανένα. Λένε ότι πρέπει νά 'σουν ένας απλός στρατιώτης, ο οποίος μετά τραγούδησε ό,τι είδε."
Ο Αρτέμιος τού 'δωσε να φάει. "Φάε Όμηρε. Είναι ψωμί και τυρί."
"Εκείνος δοκίμασε λίγο απ’ τα δύο. Μετά τα τύλιξε σ’ ένα πανί."
"Το ψωμί είναι αφράτο σαν αέρας και το τυρί πολύ εύγευστο. Σας πιστεύω, ξένοι, που λέτε ότι δεν με δουλεύετε. Ρωτείστε και θα σας τα πω όλα."
"Ξέρουμε ότι ο Οδυσσέας σκότωσε τους μνηστήρες της γυναίκας του, της Πηνελόπης. Τι έγινε μετά;"
"Ο Ευπείθης ξεσήκωσε τους Κεφαλλήνιους εναντίον του. Επτά πλοία πολιόρκησαν την Ιθάκη. Ο αγώνας ήταν άνισος. Λένε ότι από τους πρώτους σκοτώθηκε ο Τηλέμαχος και ο βοσκός Εύμαιος. Αφόπλισαν τον Οδυσσέα. Μερικοί φώναξαν Θάνατος. Άλλοι θυμήθηκαν ότι δικαιωματικά είχε κερδίσει το κράνος και την πανοπλία του Αχιλλέα στην Τροία. Τελικά συμφώνησαν να τον τυφλώσουν. Μετά τον έβαλαν σε μια βάρκα, και τον έριξαν στη θάλασσα, σαν θυσία στον Ποσειδώνα, τον γιό του οποίου, τον Πολύφημο, είχε τυφλώσει ο Οδυσσέας."
"Και μετά;"
"Τα κύματα τον ξανάφεραν μετά τρεις μέρες πίσω. Κανένας δεν αναγνώρισε τον ήρωα σ’ αυτόν τον τυφλό γέρο ζητιάνο. Άρχισε να περιπλανάται στην Ελλάδα. Μια μέρα στην Αθήνα, ο Οδυσσέας άκουσε να λένε για τον εαυτό του, ότι η Τροία δεν θάπεφτε ποτέ, χωρίς την πανουργία του Οδυσσέα και τον Δούρειο Ίππο. Τους πλησίασε και εκείνοι τον αναγνώρισαν. Ήταν οι παλιοί συμπολεμιστές του στην Τροία. Τότε ο Οδυσσέας πήρε μια λύρα και άρχισε να απαγγέλλει για την οργή του Αχιλλέα, που τόση δυστυχία και απώλειες έφερε στους Αχαιούς. Τελικά ξαναγύρισε στην Κεφαλονιά. Βλέπεις απέναντι είναι η Ιθάκη."
"Απ’ ό,τι μας λέει, Αρτέμιε", είπα, "ο Οδυσσέας και ο Όμηρος ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο."
Ο Αρτέμιος γύρισε ένα μοχλό, πηγαίνοντας πίσω στο χρόνο, πριν τυφλωθεί ο Όμηρος – Οδυσσέας. Μετά πήγε να τον συναντήσει. Τότε άκουσα την κραυγή του γέρου.
"Ω Θεοί του Ολύμπου, ω Δία, πατέρα. Σ’ ευχαριστώ που μου ξανάφερες το γιο μου, τον Τηλέμαχο!"
Μέχρι σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω τί έγινε.
Υπό a. poleshschuk (1968) σε μετάφραση Γιώργου Μάντη
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου