Ήμουν φαντάρος στη Λάρισα. Φύλαγα σκοπιά στο επικαλυπτικό, μια μικρή τρύπα στη γη περιτριγυρισμένη από τσουβάλια για προφύλαξη από τον… εχθρό, στις παρυφές του δάσους. Το στρατόπεδο αχανές, γεμάτο θρύλους. Υπογείως απειλητικό τη μέρα, εκφοβιστικό τις νύχτες. Στην πίσω πλευρά του, προς το βορρά, έξω από τα περιμετρικά σύρματα και σε απόσταση μόλις τριακοσίων μέτρων, ένα νεκροταφείο... Τρεις σκοπιές κι ένα περίπολο, οι υπηρεσίες.
Εκείνη τη νύχτα, όπως είπα, ήμουν σκοπός επικαλυπτικού. Συνήθως με έβαζαν περίπολο όπου, ως «παλιοσειρά», τραβιόμουν μόνο μία φορά -αντί για δύο- από το κτίριο όπου ήταν το διοικητήριο και οι θάλαμοι για να ασκήσω το καθήκον μου: να περιπολήσω πέριξ του στρατοπέδου. Και στη σκοπιά δεν πολυπήγαινα. Στο επικαλυπτικό τραβήχτηκα γιατί ήταν μια καλή ευκαιρία να μείνω μόνος μου κάτω απ’ την απεραντοσύνη του θεσσαλικού ουρανού, συντροφιά με τις σκέψεις μου. Είχα αφήσει στο χώμα το κράνος και το όπλο και κάπνιζα, κοιτάζοντας πότε κάτω, προς την πύλη, στα 100 μέτρα, πότε αριστερά μου, στον παράλληλο με το πευκόδασος χωματόδρομο, που οδηγούσε σ’ ένα μισογκρεμισμένο φυλάκιο το οποίο έστεκε ακόμα δίπλα σε μια πηγή. Κάποια στιγμή άκουσα φωνές. Μου σφίχτηκε το στομάχι…
Τα κλάματα στο παλιό φυλάκιο Ήταν ολοφάνερο απ’ την αρχή ότι προέρχονταν από την πλευρά του παλιού φυλακίου. Ο σκοπός της πύλης βρισκόταν στη θέση του. Μπορούσα να τον διακρίνω, παρά τις σκιές των δέντρων που έκοβαν την αστροφεγγιά. Πίσω, στους θαλάμους, οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν. Πριν λίγο είχα βγει από εκεί και τους άφησα μέσα να ροχαλίζουν. Όλους. Αν επιχειρούσε οποιοσδήποτε να εξέλθει του κτιρίου θα τον έβλεπα. Ο αξιωματικός υπηρεσίας κοιμόταν, επίσης, του καλού καιρού. Οι μόνοι στο στρατόπεδο που -λόγω υπηρεσίας- ήταν ξύπνιοι, ήμασταν εγώ, ο σκοπός πύλης και ο σκοπός στη βόρεια πλευρά, στη σκοπιά του νεκροταφείου, 15-20 λεπτά με τα πόδια απ’ το δικό μου σημείο.
Ποιοι μιλούσαν, λοιπόν; Έστησα αυτί. Δύο αντρικές φωνές, η μία πιο ψιλή, πιο νεανική... Δεν μιλούσαν σε ήπιο τόνο. Τσακωνόντουσαν. Μου φάνηκε σαν ο ένας απ’ τους δύο να κλαίει. Σηκώθηκα και περπάτησα μέχρι ένα σημείο όπου μπορούσα να διακρίνω αμυδρά το παλιό φυλάκιο με την πηγή, ανάμεσα στα δύο τεράστια πλατάνια, στο τέλος της χωμάτινης κατηφόρας. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Οι φωνές σταμάτησαν. Με γρήγορο βήμα πήγα ως την πύλη. Ο σκοπός, τέσσερις σειρές «νεότερος» από μένα, δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα.
Δύο μέρες μετά το συζήτησα με μια «σειρούλα» που ήρθε πολύ νωρίτερα από μένα με μετάθεση σ’ αυτό το στρατόπεδο. Μου είπε ότι σ’ εκείνο το σημείο είχαν σκοτωθεί ένας οπλίτης κι ένα δόκιμος, μ’ ένα από εκείνα τα παλιά στρατιωτικά τζιπάκια (Μ4, Μ38... Δεν θυμάμαι τώρα πως λεγόντουσαν). Λένε πως κάποιες ζεστές φθινοπωρινές νύχτες οι φωνές τους ακούγονται μπροστά απ’ το παλιό φυλάκιο, όπου ο δόκιμος ρίχνει τις ευθύνες στον οπλίτη που οδηγούσε. Το διασταύρωσα με μια αρχιλοχία του Τρίτου Γραφείου. Το δυστύχημα όντως είχε συμβεί. Στον πιο πρόσφατο τσακωμό των δύο φαντασμάτων έτυχε να ‘μαι μερικά μέτρα μακριά τους, στη σκοπιά του επικαλυπτικού. Να σας πω την αλήθεια μου, τόσα χρόνια μετά, ούτε εγώ ο ίδιος δεν θα πίστευα το όλο σκηνικό. Όμως, καθώς κρατούσα ημερολόγιο, το έχω καταγράψει κι έτσι είμαι σίγουρος για την αυθεντικότητά του.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου