Έπου θεώ, Νόμω πείθου, Θεούς σέβου, Γονείς αίδου, Γνώθι μαθών, Ήττο υπό δικαίου, Ακούσας νόει, Σεαυτόν ίσθι, Γαμείν μέλλε, Καιρόν γνώθι, Φρόνει θνητά, Ξένος ών ίσθι, Εστίαν τίμα, Άρχε σεαυτού, Φίλοις βοήθει, Θυμού κράτει, Πρόνοιαν τίμα, Φρόνησιν άσκει, Όρκω μή χρώ, Φιλίαν αγάπα, Δόξαν δίωκε, Παιδείας αντέχου, Ψέγε μηδένα, Επαίνει αρετήν, Σοφίαν ζήλου, Καλόν εύ λέγε, Πράττε δίκαια, Ευγένειαν άσκει, Φίλους ευνόει, Εχθρούς αμύνου, Κακίας απέχου, Κοινός γίνου, Ελπίδα αίνει, Φυλακή πρόσεχε, Φθονεί μηδένι, Ευεργεσίας τίμα, Ο μέλλεις δός, Τέχνη χρώ, Υφορώ μηδένα, Λαβών αποδός, Ήθος δοκίμαζε, Σοφοίς χρώ, Έυχου δυνατά, Φόνου απέχου, Γνούς πράττε, Φιλόσοφος γίνου, Όσια κρίνε, Ευλόγει πάντας, Διαβολήν μίσει, Δόλον φοβού, Έχων χαρίζου, Υιούς παίδευε, Πάσιν αρμόζου, Ικέτας αίδου, Ύβριν μίσει, Όρα τό μέλλον, Χρόνου φείδου, Μηδέν άγαν, Μέτρον άριστον, Φίλω χαρίζου, Ίδια φύλαττε, Άκουε πάντα, Αλλοτρίων απέχου, Έυφημος ίσθι, Δικαίως κτώ, Αγαθούς τίμα, Κριτήν γνώθι, Γάμους κράτει, Τύχην νόμιζε, Εγγυήν φεύγε, Απλώς διαλέγου, Ομοίοις χρώ, Δαπανών άρχου, Κτώμενος ήδου, Αισχύνην σέβου, Χάριν εκτέλει, Ευτυχίαν εύχου, Τύχην στέργε, Εργάζου κτητά, Ακούων όρα, Παίς όν κόσμιος ίσθι, Γλώτταν ίσχε, Όνειδος έχθαιρε, Κρίνε δίκαια, Ύβριν αμύνου, Αιτίω παρόντα, Χρώ χρήμασιν, Λέγε ειδώς, Φθιμένους μή αδίκει, Αλύπος βίου, Ομίλει πράως, Φιλοφρόνει πάσιν, Ευγνώμων γίνου, Γυναικός άρχε, Ηδονής κραττείν, Υιοίς μη κατάρω, Σεαυτόν εύ ποίει, Ευπροσήγορος γίνου, Πίνων άρμοζε, Μελέτει τό πάν, Μή θρασύνου, Βουλεύου χρόνω, Πόνει μετ΄ ευκλείας, Πράττε συντόμως, Αποκρίνου έν καιρό, Έριν μίσει, Πρεσβύτης εύλογος, Ηβών εγκρατής, Ατυχούντι συνάχθου, Οφθαλμού κράτει, Ομόνοιαν δίωκε, Άρρητον κρύπτε, Τό κρατούν φοβού, φιλίαν φύλαττε, Καιρόν προσδέχου, Έχθρας διέλυε, Τό συμφέρον θηρώ, Ευφημίαν άσκει, Γήρας προσδέχου, Απέχθειαν φεύγε, Επί ρώμη μή καυχώ, Πλούτει δικαίως, Δόξαν μή λείπε, Κακίαν μίσει, Κινδύνευε φρονίμως, Πλούτω απίστει, Χρησμούς θαύμαζε, Απόντι μή μάχου, Μανθάνων μή κάμνε, Σεαυτόν αίδου, Ούς τρέφεις αγάπα, Μή άρχε υβρίζειν, Επαγγέλου μηδενί, Τελεύτα άλυπος, Πρεσβύτερον αίδου, Χαρίζου αβλαβώς, Νεώτερον δίδασκε, Τύχη μή πίστευε, Μή επί παντί λυπού, Επί νεκρώ μή γέλα, Εύ πάσχε ώς θνητός, Βίας μή έχου, Έξ ευγενών γέννα, Μέσος δίκαιος, Τώ βίω μή άχθου, Πέρας επιτελεί μή αποδειλιών, Φειδόμενος μή λείπε, Αδωροδόκητος δίκαζε, Προγόνους στεφάνου, Αμαρτάνων μετανόει, Πράττε αμετανοήτως, Θνήσκε υπέρ πατρίδος.

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Συνάντηση με έναν γέρο Βρυκόλακα


Γειά σας. Με λένε Παναγιώτα και είμαι 29 χρονών. Την ιστορία
που στέλνω την αφηγείται ξανά και ξανά ο παππούς μου με την πρώτη
ευκαιρία. Όταν στα νιάτα του ζούσε στο χωριό έπρεπε συχνά να κάνει μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια για να επισκεφτεί φίλους σε γύρω χωριά ή για να κάνει κάποια εργασία.


Ένα απόγευμα είχε βγει για να πάει σε κάποιον φίλο του σε ένα χωριό που απέχει 8 χλμ. από το δικό μας. Θα περνούσε τη νύχτα εκεί. Περπατώντας σύντομα άρχισε να σκοτεινιάζει και τότε βέβαια δεν υπήρχαν φώτα στους δρόμους και τέτοια. Δεν έβλεπε και πολύ καλά. Σε λίγο όμως είδε μπροστά του έναν άνθρωπο να προχωράει, ο άνθρωπος αυτός ήταν ψηλός και γεμάτος και περπατούσε κάπως καμπουριαστά.

Υπέθεσε ότι θα ήταν κάποιος από το χωριό, κανένας γέρος αλλά όταν τον πλησίασε κι άλλο κατάλαβε ότι αυτόν δεν τον γνώριζε. Στο τέλος επειδή ο γέρος προχωρούσε αργά τον έφτασε και τον χαιρέτησε. Ο γέρος του απάντησε, γειά σου παλικάρι και γύρισε. Ο παππούς δεν τον είδε με καλό μάτι, κάτι δεν του καθότανε καλά σ` αυτόν τον γέρο. Πιάσανε όμως κουβέντα και ο γέρος τον διαβεβαίωσε ότι ήταν από το διπλανό χωριό, αυτό στο οποίο πήγαινε και ο παππούς μου και ότι είχε έρθει στο δικό μας χωριό για να δει την αδερφή του.

Το όνομα της αδερφής του που έδωσε ήταν άγνωστο στον παππού που φυσικά ήξερε όλους τους κατοίκους του χωριού. Αυτό τον έκανε να υποψιαστεί περισσότερο και επειδή ήταν και νύχτα άρχισε να φοβάται πάρα πολύ.

Ο γέρος του φαινότανε πολύ περίεργος και μιλούσε για πράγματα και πρόσωπα για τα οποία ο παππούς δεν είχε ιδέα. Ο παππούς είχε τρομάξει τόσο πολύ που για να γλυτώσει από το γέρο του ζήτησε να τον περιμένει για λίγο για να πάει να κατουρήσει.

Πήγε δίπλα στο δρόμο σε κάτι δέντρα και όταν βεβαιώθηκε ότι δεν τον έβλεπε ο γέρος το έσκασε μέσα από τα χωράφια και αποφάσισε επειδή ήταν αργά να γυρίσει στο σπίτι του. Όμως καθώς προσπαθούσε να γυρίσει χάθηκε μέσα στα χωράφια. Σε κάποια στιγμή νόμισε ότι βρήκε το δρόμο και κατέβηκε σε μια κατηφόρα ώσπου ξάφνου είδε φως από κερί ή φανάρι.

Πήγε προς εκείνο το δέντρο που είδε το φως για να δει ποιός ήταν και να ρωτήσει για το δρόμο του. Εκεί είχε όντως ένα φανάρι κρεμασμένο αλλά δεν ήταν κανείς. Και τότε ξαφνικά...μέσα από τους θάμνους βγάζει το κεφάλι του ο γέρος και με ένα σατανικό χαμόγελο του λέει: πού ήσουν εσύ; σ' έχασα!

Ο παππούς άρχισε να φωνάζει και να τρέχει μακριά από το γέρο για τον οποίο κατάλαβε ότι ήταν βρυκόλακας. Λίγο μετά κατάφερε να βρει το δρόμο για το χωριό και να πάει στο σπίτι του. Πίστευε ότι ήταν βρυκόλακας ο γέρος ή κάτι τέτοιο γιατί ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ μυστήριος και γιατί αλλιώς δε θα ήταν αδύνατον να είχε κάνει όλον αυτόν τον δρόμο και να ξαναπετύχει τον παππού εκεί που τον πέτυχε που ήταν τελείως έξω από το δικό του δρόμο. Ο παππούς δεν τον ξαναείδε ποτέ αλλά και δεν ξαναέκανε την ίδια διαδρομή βράδυ ποτέ.

Πηγή:

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εχει πλάκα να ακούς την ιστορία σαν παραμύθι!!!!
Φυσικά και δεν υπάρχουν Βρυκόλακες.

Ανώνυμος είπε...

sumfono me ton anwnimo...!eipe kati tetoio o 9eos oti yparxoun kai alla onta ektos apo emas..gia pes mou ayta eine parami8ia !!kai na sou pw kai kt emena o pappous mou elege gia neraides..uparxoun??oxi vevaia..!

Vangelis είπε...

Επειδή κάτι δέ μπορείτε ή δέ το έχετε δεί ακόμα δέ πάει να πεί οτι δέν υπάρχει.