Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010
Οι μαύρες μνήμες από τα Σεπτεμβριανά του 1955
Μισός αιώνας συμπληρώνεται σήμερα από τα θλιβερά γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου του 1955 στην Κωνσταντινούπολη που είχαν ως στόχο τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Αποτέλεσμα του πογκρόμ που ξεκίνησε με αφορμή βομβιστική επίθεση στο τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης (η οποία όπως αποδεικνύεται από τα ντοκουμέντα ήταν μεθοδευμένη όπως άλλωστε και τα επεισόδια στην Πόλη) ήταν να καταστραφούν 4214 σπίτια, 1004 εργασιακοί χώροι, 73 εκκλησίες, μία συναγωγή, 2 μοναστήρια , 26 σχολεία και άλλα 5317 κτίρια μεταξύ των οποίων εργοστάσια , ξενοδοχεία κλπ.
Το μέγεθος της καταστροφής εκτιμήθηκε στα 150 εκατομμύρια τουρκικές λίρες, ποσό που ισοδυναμούσε με 54 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ περισσότερες πληροφορίες ενώ το ποσό που κατέβαλε η τότε τουρκική κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος ως αποζημίωση στους πληγέντες ήταν μόνο 60 εκατομμύρια λίρες.
Όπως αναφέρει σε σημερινό πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της η εφημερίδα «Μιλλιέτ», κατά τη διάρκεια των βανδαλισμών που διεπράχθησαν από ομάδες 20-30 ατόμων, οι δυνάμεις ασφαλείας τήρησαν παθητική στάση. Η Κωνσταντινούπολη κηρύχτηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ οι πρώτες ανακρίσεις επικεντρώθηκαν στο Σύλλογο «Η Κύπρος είναι Τουρκική» καθώς και σε οργανώσεις νεολαίων.
Στη συνέχεια, λόγω πιέσεων της τουρκικής κυβέρνησης, άρχισαν να αποδίδονται ευθύνες στους κομμουνιστές. Αργότερα, μετά το πραξικόπημα του 1960, κατά τις δίκες στο Γιασσίαντα, αποδείχτηκε ότι τα επεισόδια ήταν προσχεδιασμένα από την τότε κυβέρνηση, η οποία είχε υποκινήσει το Σύλλογο «Η Κύπρος είναι Τουρκική» καθώς και τις νεολαιίστικες οργανώσεις να πράξουν τους βανδαλισμούς.
Μνήμες του 1955
Οι μνήμες των ημερών εκείνων ζωντανεύουν μέσα από τις αφηγήσεις στη «Μιλλιέτ» Ελλήνων που βίωσαν τα γεγονότα.
Ο 66χρονος σήμερα Μιχάλης Βασιλειάδης , διευθυντής της εφημερίδας «Απογευματινή» της Κωνσταντινούπολης , αφηγείται ότι την ημέρα των γεγονότων στην αγορά, επικρατούσε μια περίεργη κατάσταση καθώς οι Τούρκοι μαγαζάτορες προειδοποίησαν τους μη μουσουλμάνους συναδέλφους τους να κλείσουν τα μαγαζιά, ενώ στους δρόμους κυκλοφορούσαν άγνωστοι τύποι που έκαναν τους πελάτες.
«Ο πατέρας μου ήταν οδοντίατρος και το ιατρείο του ήταν στο σπίτι. Στην πολυκατοικία έμεναν οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων, μια Αρμένια κυρία και οι άλλοι Ρωμιοί γείτονες. Όταν πλησίασα το σπίτι, ο Αχμέτ εφέντης, ο θυρωρός, με κάλεσε με βιάση. Έκλεισε την πόρτα, πήρε τη σημαία και βγήκε έξω. Εκείνη στη στιγμή άρχισε να έρχεται ένα μεγάλο πλήθος φωνάζοντας. Στο μεταξύ είχε κυκλοφορήσει η εφημερίδα «Εξπρές» (σσ η εφημερίδα που δημοσίευε την είδηση για τη βομβιστική ενέργεια και υποκινούσε τον κόσμο να ξεσηκωθεί). Ο κόσμος ξεσηκώθηκε και άρχισε να επιτίθεται δεξιά αριστερά. Όταν έφτασαν στο σπίτι μας, ο Αχμέτ εφέντης είπε: «Αυτό είναι σπίτι μουσουλμάνων, δεν υπάρχουν Ρωμιοί». Όταν έφυγαν, ο Αχμέτ εφέντης πήρε στη σημαία και τον καζμά και τους ακολούθησε για να καταστρέψει τα σπίτια των Ρωμιών και να λεηλατήσει. Αυτός ο άνθρωπος μας έβλεπε ως τους ανθρώπους των οποίων κάνει τα ψώνια, παίρνει το μπαχσίσι τους και όταν μαγειρεύουν φαγητό στο σπίτι, του δίνουν και αυτού. Ενώ οι άλλοι, εκείνοι που δεν γνώριζε, ήταν Ρωμιοί. Του είχε υποβληθεί ότι οι Ρωμιοί ήταν εχθροί. Αν μας έβλεπε με τη ρωμέικη ταυτότητά μας ίσως να μη μας έσωζε» λέει ο Μιχάλης Βασιλειάδης.
Ο 85χρονος Σταύρος Γιουσουφίδης που σήμερα ζει στο Γηροκομείο του Ελληνικού Νοσοκομείου του Μπαλουκλί, αφηγείται:
«Μέναμε στο Αϊβάνσαραϊ. Εργαζόμουν σε ένα κατάστημα χονδρικής στο Εμίνονου. Το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου ακούσαμε ένα μεγάλο θόρυβο. Μία πολυπληθής ομάδα φώναζε συνθήματα. Οι πρώτες καταστροφές άρχισαν από την εκκλησία στο Εντιρνέκαπι. Έρχονταν χτυπώντας και σπάζοντας. Όταν έφτασαν στο σπίτι μας, μας προφύλαξε ο παιδικός μου φίλος Ισμαήλ Τσαβούς. Στη συνέχεια πήγε στη πίσω γειτονιά να προστατέψει τον αδελφό του που ζούσε με μια Ρωμιά. Όταν έφυγε μία ομάδα κατέστρεψε το μπροστινό μέρος του σπιτιού μας. Η γειτονιά μας καταστράφηκε. Παρά το γεγονός ότι κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συνέχισαν να καταστρέφουν. Αποχώρησαν με το πρωινό εζάνι (πρόσκληση για προσευχή). Αργότερα συγκεντρωθήκαμε στο Φανάρι. Μετά τα επεισόδια πολλοί από τους Ρωμιούς έφυγαν στο εξωτερικό. Μας έδωσαν αποζημίωση αλλά δεν θυμάμαι πόσο ήταν».
Η 89χρονη Ευσεβεία Αδόσογλου, που ζει τα τελευταία ίσως χρόνια της ζωής της στο Γηροκομείο του Ελληνικού Νοσοκομείου του Μπαλουκλί, θυμάται:
«Μέναμε σε ένα σπίτι στο Μπακίρκιοϊ (Μακροχώρι). Ο πατέρας μου ασχολούνταν με μεταφορές. Ο μικρότερος αδελφός του ο Βασίλης δούλευε σε ένα εργοστάσιο στο Ζεϊτίνμπουρνου. Οι γείτονές μας μας αγαπούσαν πολύ. Ο αδελφός μου ο Βασίλης που έμαθε ότι θα γίνει κάτι, ήρθε μαζί με φίλους του από το εργοστάσιο το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου μπροστά στο σπίτι μας. Εγώ επειδή δεν κατάλαβα τι γινόταν κάλεσα τον αδελφό μου και τους φίλους του μέσα στο σπίτι για να μη κρυώνουν έξω. «Δεν γίνεται τώρα, ίσως αργότερα» μου είπαν. Στη συνέχεια με τη σειρά φύλαξαν σκοπιά μπροστά στο σπίτι. Μας φύλαξαν από εκείνο το αγριεμένο πλήθος. Οι εύποροι Ρωμιοί που έμεναν στην πίσω γειτονιά έπαθαν μεγάλη ζημιά. Λεηλατήθηκαν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους. Οι εκκλησίες δεν έπαθαν τίποτα. Αυτοί που ήρθαν φαίνονταν κουρασμένοι γιατί ήρθαν από άλλα μέρη και ήταν ομάδες που λεηλατούσαν»
Αναδημοσίευση από pathfinder.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου